- ἀδιάτμητος
- ἀ-διά-τμητος, ungeteilt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀδιάτμητος — not cut in pieces masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάτμητος — η, ο (Α ἀδιάτμητος, ον) [διατέμνω] αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να χωριστεί σε τεμάχια, αδιαίρετος, αμέριστος … Dictionary of Greek
ἀδιατμήτως — ἀδιάτμητος not cut in pieces adverbial ἀδιάτμητος not cut in pieces masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάτμητον — ἀδιάτμητος not cut in pieces masc/fem acc sg ἀδιάτμητος not cut in pieces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιατμήτοις — ἀδιάτμητος not cut in pieces masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιατμήτων — ἀδιάτμητος not cut in pieces masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάτμητοι — ἀδιάτμητος not cut in pieces masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάτομος — η, ο (Μ ἀδιάτομος, ον) [διατέμνω] ο αδιάτμητος … Dictionary of Greek
ԱՆՀԱՏԱՆԵԼԻ — ( ) NBH 1 0182 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 13c Տ. ԱՆՀԱՏ՝ իբր անբաժանելի եւ այլն. եւ անմեկնելի. ἅτμητος, ἁδιάτμητος, ἁμέριστος *Զանհատանելի եւ անբաժանելի եւ զանկեալ բոլորովին զպատմուճանն հատանէր չարն. Առ որս. ՟Ժ՟Գ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)